- στούμπισμα
- τοκοπάνισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στούμπισμα — το, Ν [στουμπίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στουμπίζω … Dictionary of Greek
στουμπάνισμα — το, Ν [στουμπανίζω] στούμπισμα … Dictionary of Greek
κοπάνισμα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κοπανίζω, στούμπισμα. 2. κατσάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)